- σφύζοντος
- σφύζωthrobpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφύζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α (για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ η καρδιά τού νέου στερρά», Βιζυην. β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος,… … Dictionary of Greek